ἀμπελοποιία

ἀμπελοποιία
ἀμπελο-ποιία, ,
A = ἀμπελουργία, Eust.1619.59.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμπελοποιία — ἀμπελοποιία, η (Μ) η αμπελουργία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀμπελοποιὸς < ἄμπελος + ποιὸς < ποιῶ] …   Dictionary of Greek

  • ἀμπελοποιίαν — ἀμπελοποιίᾱν , ἀμπελοποιία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”